- κλοῦστρον
- κλοῦστρον, τό, a kind ofA cake, Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.647d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλούστρον — κλοῡστρον, τὸ (Α) είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κλοῦστρον — cake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πούριον — τὸ, Α είδος γλυκίσματος («μουστάκια ἐξ οἰνομέλιτος, μουστάκια σησαμᾱτα, κλοῡστρον πούριον», Χρύσ. Τυαν.) … Dictionary of Greek